εύθραυστος, η, ο
brittle; fragile
Ερμηνεία:
Αυτός που θραύεται ή σπάζει ή θρυμματίζεται εύκολα, π.χ. εύθραυστα οστά (brttle bones), εύθραυστα νύχια, (brittle nails) εύθραυστος διαβήτης (brittle diabetes).
Ετυμολογία:
Middle English britil; akin to Old English brEotan to break, Old Norse brjOta
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παθολογική Φυσιολογία:
|